καρίφης

καρίφης
ο
1. ατυχής, καημένος, φουκαράς, δυστυχισμένος
2. αυτός που προσποιείται τον θλιμμένο, που κάνει τον λυπημένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως < τουρκ. garip].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”